- λιανίζω
- kesmek, parçalara ayırmak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
λιανίζω — λιανίζω, λιάνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιανίζω — βλ. λειανίζω … Dictionary of Greek
λιανίζω — λιάνισα, λιανίστηκα, λιανισμένος, κομματιάζω: Λιάνισε το κρεμμύδι και το έριξε στην κατσαρόλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατατεμαχίζω — κατατεμάχισα, κατατεμαχίστηκα, κατατεμαχισμένος, κόβω σε πολλά και μικρά τεμάχια, λιανίζω: Το κατατεμάχισε το κρέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)